- ξεροσφύρι
- το(άκλ. ως επίρρ.) οινοποσία χωρίς τη συνοδεία μεζέ ή φαγητού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ouzo — An ouzo bottle Ouzo (Greek: ούζο, IPA: [ˈuzo]) is an anise flavored aperitif that is widely consumed in Greece and Cyprus, and a symbol of Greek culture … Wikipedia
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek